Μιαν όμορφη και ηλιόλουστη
Κυριακή μεσημέρι του Μαγιού, ένας νέος κατέβηκε στο Πασαλιμάνι να πιει ένα
καφεδάκι με μια φίλη του και να ησυχάσει λίγο από τους καταιγιστικούς ρυθμούς
της πρωτεύουσας, αλλά και το διάχυτο άσχημο αίσθημα της οικονομικής κρίσης. Στο
μυαλό του ήταν όλα μπερδεμένα και η υπερπληροφόρηση τον είχε πια κουράσει. Αλλά
επειδή η ζωή έχει τις χαρές, μα και τoν σταυρό
της, το είχε πάρει απόφαση. Το σίγουρο ήταν η μείωση γύρω στο πενήντα τις εκατό
που του είχαν κάνει στο μισθό του κι επομένως με τα πεντακόσια ευρώ οι συνθήκες
ζωής είχαν δυσκολέψει πια.
Ευτυχώς είχε το σπίτι του θείου
του στην Αθήνα, το οποίο εκείνος του είχε αφήσει κληρονομιά, λίγο πριν πεθάνει.
Έτσι όταν βρήκε δουλειά ως υπάλληλος ασφαλείας (κοινώς σεκιουριτάς) στην
πρωτεύουσα, μπόρεσε ν’ αφήσει τους δικούς του, το χωριό και το πανέμορφο βουνό
της Πελοποννήσου και να έρθει στην πόλη για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Τα
χρήματα ήταν καλά και η δουλειά είχε μεν τις δυσκολίες της, αλλά είχε και
κάποια προοπτική. Η ζωή στο χωριό, βλέπετε, με τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές
εργασίες της ήταν δύσκολη.